- παρήχηση
- allitération
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
παρήχηση — Επανάληψη ενός ήχου ή μιας ομάδας ήχων (από σύμφωνα ή φωνήεντα) σε γειτονικές συλλαβές ή λέξεις. Η π. χρησιμοποιείται συνήθως για να κάνει εκφραστικότερο τον λογοτεχνικό τρόπο έκφρασης ή ακόμα προς διάκριση των ποιητικών στίχων από τον πεζό λόγο … Dictionary of Greek
παρήχηση — η (λογοτ.), η επανάληψη του ίδιου φθόγγου σε αλλεπάλληλες συλλαβές ή λέξεις: Χάρε, χαρά που χάριζες..., παρήχηση του χ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρηχητικός — ή, όν, Α [παρηχούμαι] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρήχηση ή αυτός που γίνεται με παρήχηση. επίρρ... παρηχητικῶς Μ με παρηχητικό τρόπο … Dictionary of Greek
ενήχησις — ἐνήχησις, η (Μ) [ενηχώ] 1. ήχος, θόρυβος, κρότος, παρήχηση 2. φήμη, διάδοση, ψίθυρος 3. μουσική υπόκρουση άσματος … Dictionary of Greek
παρήχημα — τό, Α [παρηχούμαι] παρήχηση … Dictionary of Greek
παρηχούμαι — έομαι, ΜΑ [ηχώ] μοιάζω ως προς τον ήχο με κάτι μσν. φρ. «παρηχοῦμαι ἔκ τινος» παράγομαι από μία λέξη με παρήχηση αρχ. (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) παρηχημένος παράφωνος, παράτονος … Dictionary of Greek
παρομοίωση — η / παρομοίωσις, ΝΜΑ [παρομοιώ] 1. σχήμα λόγου κατά το οποίο γίνεται παραλληλισμός ή σύγκριση ενός πράγματος με άλλο, με παρεμβολή τών λέξεων ὡς, σάν, ωσάν, όπως, καθώς κ.ά. (α. «ὡσάν επὶ τήν άπειρον / θάλασσαν τών ονείρων / ψυχαί νεκρών… … Dictionary of Greek
παρονομασία — ἡ, ΝΑ [παρονομάζω] νεοελλ. παρωνύμιο, παρανόμι, παρατσούκλι («επρόσθετον παρονομασίαν τινά, κατά το όνομα εκάστου», Παπαδ.) αρχ. 1. λογοπαίγνιο με λέξεις ομόηχες, αλλά διαφορετικής σημασίας, συνήχηση, παρήχηση 2. ρητορικό σχήμα κατά το οποίο μια… … Dictionary of Greek
παρόμοιος — α, ο / παρόμοιος, ον και παρόμοιος, οία, ον, ΝΜΑ ο πολύ ή σχεδόν όμοιος με άλλον, ο παραπλήσιος, ο παρεμφερής (α. «παρόμοια ηχώ θα λαλήσει / τού κόσμου την ύστατη μέρα», Σολωμ. β. «ἀγόρασα ἄλλην μίαν παρομοίαν», Καισ. Δαπ. γ. «παρόμοιον ἔχειν τι… … Dictionary of Greek
σιγματίζω — ΝΜ [σίγμα] νεοελλ. παρουσιάζω τραυλισμό στην προφορά τού γράμματος σίγμα μσν. δημιουργώ ή παρουσιάζω σιγματισμό, παρήχηση τού γράμματος σ … Dictionary of Greek
σιγματισμός — ο, Ν [σιγματίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σιγματίζω, η χρησιμοποίηση τού γράμματος σ κατά τη γραφή 2. η συχνή επανάληψη τού γράμματος σ σε μια φράση, ώστε να υπάρχει παρήχηση, όπως λ.χ. ο στίχος στη Μήδεια τού Ευριπίδου «σέσωκά σ ὡς… … Dictionary of Greek